- αποκαθεύδω
- ἀποκαθεύδω (Α)1. κοιμάμαι ακόμη, συνεχίζω να κοιμάμαι2. κοιμάμαι κάπου αλλού, όχι στο σπίτι μου3. (για γυναίκα χωρισμένη) κοιμάμαι με άλλον4. αδιαφορώ για κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εύδω — εὕδω (ΑΜ) κοιμάμαι (α. «ὁππότ ἄν αὖτε εὕδῃσθα γλυκὺν ὕπνον», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. κοιμούμαι τον ύπνο τού θανάτου 2. κοπάζω, παύω, ησυχάζω (α. «ὄφρ εὕδῃσι μένος Βορέαο» για να πέσει η ορμή τού Βοριά, Ομ. Ιλ.) 3. (για τον νου ή την καρδιά) είμαι ήσυχος … Dictionary of Greek